ανταυγάζω

ανταυγάζω
ἀνταυγάζω (AM)
1. λάμπω
2. συναγωνίζομαι κάποιον στη λάμψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀνταυγάζον — ἀνταυγάζω expose to the light pres part act masc voc sg ἀνταυγάζω expose to the light pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταυγάζοντα — ἀνταυγάζω expose to the light pres part act neut nom/voc/acc pl ἀνταυγάζω expose to the light pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταυγαζούσης — ἀνταυγάζω expose to the light pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταυγάζειν — ἀνταυγάζω expose to the light pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταυγάζοντος — ἀνταυγάζω expose to the light pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταυγάζουσα — ἀνταυγάζω expose to the light pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταυγάσοντες — ἀνταυγάζω expose to the light fut part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανταυγαστήρας — ο εξάρτημα λάμπας που ανακλά το φως προς ορισμένη κατεύθυνση, αμπαζούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταυγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον φιλόλογο Παναγιώτη Φέρμπο, ως απόδοση του γαλλ. reverbere] …   Dictionary of Greek

  • ανταύγαστρο — το [ανταυγάζω] ανταυγαστικός καθρέφτης (προσαρμόζεται σε λαμπτήρες ή χρησιμοποιείται για τον φωτισμό δρόμων ή υπόγειων διόδων κατά τη νύχτα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”